Publicitad R▼
υποκίνηση (n.)
1.η ενέργεια του να προτρέπω, μια ένθερμη προσπάθεια πειθούς
Publicidad ▼
υποκίνηση (n.)
ενθάρρυνση, εξώθηση, παραίνεση, παρακίνηση, παρώθηση, προτροπή
υποκίνηση (n.)
factotum (en)[Domaine]
Directing (en)[Domaine]
ενθάρρυνση[Hyper.]
inspire, instigate, prompt (en) - παρακινώ, υποβοηθώ, υποδαυλίζω[Dérivé]
υποκίνηση (n.)
Publicidad ▼
Contenido de sensagent
computado en 0,015s