Publicitad R▼
υπόσχομαι (v.)
1.παρέχω διαβεβαίωση, υπόσχομαι
2.αναλαμβάνω με τη θέλησή μου την υποχρέωση να κάνω κάτι ή να δώσω κάτι
3.υπόσχομαι την πραγματοποίηση κάποιων πραγμάτων. Παρέχω εγγυήσεις για κάτι
4.δίνω περιθώριο για προσδοκίες
Publicidad ▼
υπόσχομαι (v.)
αναλαμβάνω την υποχρέωση, δίνω λόγο, δεσμεύω, διαβεβαιώνω, εγγυώμαι, εμπλέκω κπ. σε κτ., παρέχω ελπίδες, τάζω
Ver también
υπόσχομαι (v.)
Publicidad ▼
υπόσχομαι (v.)
factotum (en)[Domaine]
Committing (en)[Domaine]
διακηρύττω, διατρανώνω[Hyper.]
υπόσχεση - διαβεβαίωση, υπόσχεση - promisee (en) - συμβαλλόμενοσ, υποσχόμενοσ - υποσχετικόσ[Dérivé]
υπόσχομαι (v.)
s'engager envers qqn à faire qqch (fr)[Classe]
prédire (fr)[Classe]
διακηρύττω, διατρανώνω[Hyper.]
προοπτική επιτυχίας - υπόσχεση - promisee (en) - συμβαλλόμενοσ, υποσχόμενοσ - υποσχετικόσ[Dérivé]
υπόσχομαι (v.)
factotum (en)[Domaine]
Committing (en)[Domaine]
διαβεβαιώνω, υπόσχομαι[Hyper.]
εγγύηση[Dérivé]
υπόσχομαι (v.)
commit o.s. to (en)[Classe]
διαβεβαιώνω, υπόσχομαι[Hyper.]
διαβεβαίωση, υπόσχεση - δέσμευση, πίστη - lienee, pledger (en)[Dérivé]
υπόσχομαι (v.)
ήμουν, είμαι, υπάρχω[Hyper.]
προοπτική επιτυχίας[Dérivé]
Contenido de sensagent
computado en 0,047s