Publicitad R▼
φανταστικός (adj.)
ανύπαρκτος, εξωπραγματικός, θαυμάσιος, θαυμαστός, καταπληκτικός, μη αληθινός, μη πραγματικός, τρομερός
φανταστικόσ (adj.)
Publicidad ▼
Ver también
φανταστικός (adj.)
↘ δημιουργικά, θαυμαστό ↗ μυθιστόρημα, μυθοπλασία ≠ πραγματικός, όχι μυθιστορηματικόσ
Publicidad ▼
φανταστικός (adj.)
qui n'est pas réel (fr)[Classe]
φανταστικός (adj.)
extraordinary, peculiar, special (en)[Similaire]
φανταστικός (adj.)
ανύπαρκτος, φανταστικός[Similaire]
φανταστικός (adj.)
μυθιστόρημα, μυθοπλασία[Dérivé]
όχι μυθιστορηματικόσ[Ant.]
φανταστικός (adj.)
qui n'est pas réel (fr)[Classe]
revenu d'une valeur, d'un titre financier (fr)[DomaineCollocation]
μυθιστόρημα, μυθοπλασία[Semblable]
δημιουργικός[Similaire]
φανταστικός (adj.)
allégorique (fr)[Classe]
immatériel (non matériel) (fr)[Classe]
imaginé (fr)[Classe]
imaginaire (fr)[ClasseHyper.]
qualificatif d'un récit (fr)[DomaineDescription]
μυθιστόρημα, μυθοπλασία[Rel.]
ανύπαρκτος, φανταστικός[Similaire]
φανταστικός (n.)
imagery, imagination, imaging, mental imagery (en)[Hyper.]
προσποιητόσ[Dérivé]
Contenido de sensagent
computado en 0,032s