Publicitad E▼
φλιτζάνι (n.)
1.είδος φλιτζανιού χωρίς λαβή που χρησιμοποιείται για να πίνει κάποιος τούρκικο καφέ
2.η μικρή κούπα με λαβή, με την οποία πίνει κανείς ροφήματα
3.το φλιτζάνι που πίνουμε τσάι
4.ποντς που σερβίρεται σε κανάτι αντί σε μπολ
5.η ποσότητα που περιέχεται σε ένα φλιτζάνι
Publicidad ▼
φλιτζάνι (n.)
Publicidad ▼
φλιτζάνι (n.)
φλιτζάνι του καφέ[Hyper.]
φλιτζάνι (n.)
récipient de cuisine (fr)[Classe]
service à café (fr)[DomainDescrip.]
εμπορευματοκιβώτιο, κλωβός, μεγάλο κιβώτιο εμπορευμάτων - πιατικά[Hyper.]
κρατώ[Dérivé]
φλιτζάνι (n.)
φλιτζάνι[Hyper.]
φλιτζάνι (n.)
punch, ποντς[Hyper.]
Contenido de sensagent
computado en 1,357s