Publicitad R▼
φορτώνω (v.)
1.επιβαρύνω, επιφορτίζω κάποιον με κάτι κοπιαστικό, δυσάρεστο, δυσβάστακτο κ.τ.λ.
2.παίρνω φορτίο
3.γεμίζω κάτι, όπως μπαταρία, όπλο ή ποτήρι με υγρό
4.τοποθετώ φορτίο σε
φορτώνω
1.τοποθετώ πολλά όμοια ή ομοειδή πράγματα το ένα επάνω στο άλλο, συνήθ. πρόχειρα και προσωρινά
Publicidad ▼
φορτώνω
φορτώνω (v.)
γεμίζω, επιβαρύνω με, στέλνω με καράβι, φορτώνω δουλειά σε κπ.
Ver también
φορτώνω (v.)
Publicidad ▼
⇨ φορτώνω δουλειά σε κπ. • φορτώνω κπ. ενοχοποιητικά στοιχεία • φορτώνω κτ. σε κπ. • φορτώνω την ευθύνη σε άλλον
φορτώνω
factotum (en)[Domaine]
confersNorm (en)[Domaine]
αναγκάζω, βιάζω[Hyper.]
επιβολή, εφαρμογή[Dérivé]
φορτώνω
οργανώνω, συντάσσω, τακτοποιώ[Hyper.]
στοίβα, σωρός - θημωνιά - σωρεύτησ[Dérivé]
φορτώνω (v.)
φορτώνω (v.)
φορτώνω (v.)
γεμίζω μέχρι κορεσμού, κορεννύω, παραγεμίζω, υπερπληρώ[Hyper.]
φορτώνω[Domaine]
φορτώνω (v.)
φορτώνω (v.)
nommer qqn à une fonction (fr)[Classe]
φορτώνω (v.)
βάζω, ποζάρω, τοποθετώ[Hyper.]
φορτώνω (v.)
factotum (en)[Domaine]
Putting (en)[Domaine]
Contenido de sensagent
computado en 0,047s