Publicitad R▼
φροντίδα (n.)
1.η συνδρομή που ζητιέται ή που παρέχεται σε περιπτώσεις κινδύνου, ανάγκης, δυσκολίας
φροντίδα
1.η επίταση της παρατηρητικότητας κάποιου ως προς κάτι
Publicidad ▼
Ver también
φροντίδα (n.)
↗ εμποδίζω, θεραπεύω, κουράρω, κρατώ κτ. σε απόσταση, περιθάλπω, προστατεύω, προφυλάσσω, φροντίζω
φροντίδα
↗ ευγενικός, που σκέφτεται τους άλλους, προσεκτικός ≠ αμέλεια, παραμέληση
Publicidad ▼
⇨ εμπιστεύομαι σε κπ. τη φροντίδα • νοσηλευτική φροντίδα • παραδίδω τη φροντίδα • σε (στη φροντίδα) • στη φροντίδα κπ.
φροντίδα
factotum (en)[Domaine]
Maintaining (en)[Domaine]
καθήκον, υποχρέωση, χρέος[Hyper.]
keep (en) - προστάτης, υπερασπιστής, φύλακας[Dérivé]
φροντίδα
témoignage d'affection (fr)[Classe]
tendance, disposition à être ou à devenir (fr)[Classe...]
factotum (en)[Domaine]
Perception (en)[Domaine]
φροντίδα (n.)
θεραπεία; μεταχείριση; αντιμετώπιση; επεξεργασία[ClasseEnsembleDe]
βοήθεια; προσοχή[ClasseHyper.]
factotum (en)[Domaine]
Maintaining (en)[Domaine]
φροντίδα (n.)
ηπιότητα[Hyper.]
balmy, benign, mild, soft (en)[Dérivé]
φροντίδα (n.)
protection (en)[ClasseHyper.]
φροντίδα (n.)
καθαριότητα[Hyper.]
neat, refined, tasteful (en) - tidy (en) - τακτοποιημένος - neat (en) - περιποιημένος, συγυρισμένος, τακτικός[Dérivé]
Contenido de sensagent
computado en 0,046s