Publicitad R▼
φροντίζω (v.)
1.Συντηρώ κάποιον προσφέροντας του τα προς το ζην, ενισχύω, στηρίζω οικονομικά
2.ασχολούμαι από ενδιαφέρον, φροντίζω για κάποιον ή για κάτι
3.παρέχω φροντίδα
4.βοηθώ στην ανάπτυξη κάποιου
5.παρέχω σε ασθενή την κατάλληλη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και τις ενδεδειγμένες περιποιήσεις για την ανάρρωσή του, κατ' οίκον ή σε ειδικό θεραπευτικό ίδρυμα
φροντίζω
1.αναλαμβάνω τη φύλαξη κάποιου
2.παρατηρώ, ακολουθώ με το βλέμμα ή (και) την ακοή μου κάποιες κινήσεις ή δραστηριότητες
3.κάνω κάτι σίγουρο, το ασφαλίζω ή το εξασφαλίζω
Publicidad ▼
φροντίζω
αναλαμβάνω να εκπαιδεύσω κπ., εμποδίζω τη διαφυγή, εξασφαλίζω, επιβλέπω, κανονίζω κτ., παίρνω υπό την προστασία μου, παρακολουθώ, παρατηρώ, παρατηρώ προσεκτικά, προσέχω, σε βάθος ψάχνω, σιγουρεύω, φρουρώ, φυλάγω, ψάχνω σε βάθος
φροντίζω (v.)
ανατρέφω, βοηθώ στην ανάπτυξη, γιατροκομώ, διασώζω, διατηρώ, ενθαρρύνω, ζω, καλλιεργώ, κρατώ με προσοχή, μεριμνώ, νοσηλεύω, περιθάλπω, περιποιούμαι, προστατεύω, προωθώ, συντηρώ, τρέφω
Ver también
φροντίζω
↘ επαγρύπνηση, επιτήρηση, επιτηρητής, υπεύθυνος, φροντιστής, φρουρός ασφαλείας, φρούρηση, φύλακας, φύλαξη
Publicidad ▼
⇨ φροντίζω απαραιτήτως • φροντίζω κτ. • φροντίζω να • φροντίζω να με δει κπ. με καλό μάτι • φροντίζω σαν μάνα • φροντίζω υπερβολικά
φροντίζω
φροντίζω
protéger (fr)[Classe]
look after (en)[Classe]
ce qui est dû (fr)[DomaineCollocation]
ce qui est possédé (fr)[DomaineCollocation]
factotum (en)[Domaine]
Seeing (en)[Domaine]
φροντίζω
utiliser du temps à qqch, à faire qqch (fr)[Classe]
protéger (fr)[Classe]
επηρεάζω[Hyper.]
εκπαιδευτής, προπονητής - animal trainer, handler (en)[Dérivé]
φροντίζω
factotum (en)[Domaine]
Investigating (en)[Domaine]
επαληθεύω, επιβεβαιώνω[Hyper.]
έλεγχος, έρευνα, εξέταση, τσεκάρισμα - επαλήθευση, επιβεβαίωση[Dérivé]
τσεκάρω - τσεκάρω - διαπιστώνω, εξακριβώνω - ελέγχω, εξακριβώνω[Domaine]
φροντίζω
επιβλέπω, προσέχω, προσέχω πότε θα φανεί κπ. ή κτ.[Hyper.]
κοιτάζω[Analogie]
φροντίζω (v.)
αντιμετωπίζω, μεταχειρίζομαι, συμπεριφέρομαι, φέρομαι[Hyper.]
nurser (en)[Dérivé]
φροντίζω (v.)
fournir des aliments (fr)[Classe]
παρέχω, παρέχω τα απαραίτητα, προσφέρω φορτικά, στουμπώνω[Hyper.]
aliment, alimentation, nourishment, nutriment, nutrition, sustenance, victuals (en)[GenV+comp]
cheer, comfort, consolation, encouragement, nurturance, relief, solace (en) - έξοδα συντήρησης, συντήρηση - θρεπτικός, τροφικός - ανεκτόσ, υποστηρικτόσ[Dérivé]
φροντίζω (v.)
κουμαντάρω, χειρίζομαι[Hyper.]
mind (en)[Dérivé]
φροντίζω (v.)
βοηθώ, εξυπηρετώ[Hyper.]
φροντίζω (v.)
φροντίζω (v.)
φροντίζω (v.)
φροντίζω (v.)
επιμηκύνω; παρατείνω[Classe]
keep up; maintain (en)[ClasseHyper.]
φροντίζω (v.)
θεραπεύω, κουράρω, περιθάλπω[Hyper.]
το επάγγελμα του νοσοκόμου - νοσηλευτής, νοσηλεύτρια, νοσοκόμα, νοσοκόμος[Dérivé]
ιατρική[Domaine]
Contenido de sensagent
computado en 0,063s