Publicitad R▼
φωνάζω (v.)
1.λέω άσχημα,υβριστικά λόγια σε κάποιον
2.διαβάζω δυνατά, συνήθως για κατάλογο ονομάτων
3.καλώ κάποιον μεγαλόφωνα και κυρίως ονομαστικά
4.μιλώ πολύ δυνατά
5.βγάζω δυνατή κραυγή. Φωνάζω με ένταση
6.εκδηλώνω με δυνατή φωνή τρόμο, χαρά, έκπληξη κ.α.
φωνάζω
1.στέλνω μήνυμα να έρθει κάποιος
Publicidad ▼
φωνάζω
φωνάζω (v.)
αναφωνώ, βρίζω, διαμαρτύρομαι, εξυβρίζω, κράζω, κραυγάζω, λέω με ψιλή φωνή, μιλώ, ξεφωνίζω, ουρλιάζω, προσβάλλω, σκούζω, στριγκλίζω, φωνασκώ, ψιλή φωνή λέω με
Ver también
Publicidad ▼
φωνάζω
evoke; invoke; call; call away; summon (en)[Classe]
faire appel à une juridiction (fr)[Classe]
assemblée délibérante politique (fr)[termes liés]
(συνέλευση; συνάθροιση; συγκέντρωση)[termes liés]
(council) (en)[termes liés]
sommer à comparaître (fr)[DomainRegistre]
αφηγούμαι, δηλώνω, διατάζω, εκφράζω, επιβάλλομαι, λέω, πληροφορώ[Hyper.]
caller (en)[Dérivé]
καλώ - καλώ, προσκαλώ[Domaine]
φωνάζω (v.)
être en colère (fr)[Classe]
insulter volontairement (fr)[Classe]
επιτίθεμαι, προσβάλλω[Hyper.]
βρισιά, βρισιές, εξύβριση, προσβολή - υβριστήσ - προσβλητικός, υβριστικός[Dérivé]
φωνάζω (v.)
contrôler la présence (fr)[Classe]
διαβάζω, διαβάζω φωναχτά, εκφωνώ[Hyper.]
ονομάζω[Domaine]
φωνάζω (v.)
προσκαλώ[Hyper.]
call in (en)[Domaine]
φωνάζω (v.)
φωνάζω (v.)
φωνάζω (v.)
φωνάζω (v.)
φωνάζω (v.)
απαιτώ, διεκδικώ, ζητώ κοφτά, θέλω[Hyper.]
οχλοβοή[Dérivé]
φωνάζω (v.)
Contenido de sensagent
computado en 0,047s