Publicitad R▼
χειρολαβή (n.)
1.μηχανισμός του οποίου ένα συγκεκριμένο τμήμα του χρησιμεύει ως λαβή
2.τροχός που τίθεται σε λειτουργία με το χέρι
Publicidad ▼
χειρολαβή (n.)
Publicidad ▼
χειρολαβή (n.)
μηχανισμός ελέγχου[Hyper.]
χειρολαβή (n.)
ρόδα, τροχός[Hyper.]
τόρνος - lever press, standing press (en) - βαλβίδα[Desc]
χειρολαβή (n.)
κρεμάστρα[Hyper.]
Contenido de sensagent
computado en 0,031s