Publicitad R▼
χρεώνω (n.)
1.ορίζω ή ζητώ συγκεκριμένη τιμή για κάποιο προϊόν ή για την παροχή υπηρεσίας
χρεώνω (v.)
1.εκθέτω αναλυτικά και κατά σειρά πράγματα ή γεγονότα
2.αγοράζω με πίστωση
3.(λογιστική) χρεώνω λογαριασμό
4.λογαριάζω ένα χρέος στο όνομα κάποιου και απαιτώ πληρωμή
Publicidad ▼
Ver también
χρεώνω (v.)
↘ απαρίθμηση, λογαριασμός, μετρήσιμος, υπολογισμός ≠ πιστώνω
Publicidad ▼
⇨ χρεώνω κτ. σε λογαριασμό • χρεώνω λιγότερο • χρεώνω παραπάνω • χρεώνω τον καλούμενο σε τηλεφωνική κλήση
χρεώνω (n.)
déterminer un prix (fr)[Classe]
χρεώνω (v.)
χρεώνω (v.)
inscrire (fr)[Classe]
(δανεισμός; δανειοληψία; δάνειο), (δανεισμός)[termes liés]
(ποσό; χρηματικό ποσό)[termes liés]
comptabilité (fr)[DomaineCollocation]
consignor, debtor, debtor of an annuity charge, joint debtor (en)[GenV+comp]
λογαριάζω[Hyper.]
debit, debit side, debtor side (en)[GenV+comp]
χρεωστική εγγραφή[Dérivé]
accounting (en)[Domaine]
πιστώνω[Ant.]
χρεώνω (v.)
λογαριάζω[Hyper.]
λογαριασμός, τιμολόγιο - billing, charge (en) - έξοδο, χρέωση[Dérivé]
charge (en)[Domaine]
Contenido de sensagent
computado en 0,031s