Publicitad D▼
χρησιμοποιώ (v.)
1.εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια
2.κάνω συστηματική χρήση
3.τρώω, καταπίνω, καταναλώνω τακτικά, αναλώνω, π.χ. "καταναλώνω φαγητό"
4.εκμεταλλεύομαι τις δυνατότητες που μου παρέχει κάτι
5.κάνω χρήση πράγματος για την επίτευξη ορισμένου σκοπού
χρησιμοποιώ
1.ελαττώνω, σμικρύνω, λιγοστεύω
Publicidad ▼
χρησιμοποιώ
χρησιμοποιώ (v.)
αξιοποιώ, απορροφώ, εκμεταλλεύομαι, εξασκώ, καταναλώνω, μετέρχομαι, μεταχειρίζομαι, πίνω, παίρνω, τρώω, χειρίζομαι
Ver también
χρησιμοποιώ (v.)
↘ άχρηστος, ανώφελος, αξιοποίηση, ικανότητα χρήσης, κατάποση, κατανάλωση, καταναλωτής, χρήση, χρήσιμος, χρησιμοποίηση, χρησιμότητα ↗ μοιρασιά στα χαρτιά, χέρι ≠ απέχω, αποφεύγω, δε συμμετέχω, εγκρατεύομαι
Publicidad ▼
⇨ με μέτρο χρησιμοποιώ • χρησιμοποιώ με ή χωρίς την άδεια κπ. • χρησιμοποιώ μπαστούνι • χρησιμοποιώ όλα τα μέσα
χρησιμοποιώ
χρησιμοποιώ (v.)
factotum (en)[Domaine]
uses (en)[Domaine]
αξιοποιώ, εξασκώ, χρησιμοποιώ[Hyper.]
εκμετάλλευση, κακομεταχείριση - ανάπτυξη - exploiter, user (en) - exploitative, exploitatory, exploitive (en)[Dérivé]
οδηγώ[Domaine]
χρησιμοποιώ (v.)
gastronomy (en)[Domaine]
Ingesting (en)[Domaine]
χρησιμοποιώ (v.)
suck up; absorb; soak up; soak in; partake of; take; have; consume (en)[ClasseHyper.]
eat up; eat (en)[Classe]
gastronomy (en)[Domaine]
Ingesting (en)[Domaine]
χρησιμοποιώ (v.)
utiliser (fr)[Classe]
méthode (fr)[DomaineCollocation]
factotum (en)[Domaine]
realization (en)[Domaine]
uses (en)[Domaine]
αξιοποίηση, ικανότητα χρήσης, χρήση, χρησιμοποίηση, χρησιμότητα - χρήση - αξία, χρησιμότητα, ωφελιμότητα, όφελος - χρήστης - χρησιμοποιών - available, usable, useable (en) - πρακτικός - που λειτουργεί, που λειτουργεί καλά - χρησιμοποιήσιμος - χρησιμοποιήσιμοσ[Dérivé]
επιδίδομαι[Domaine]
αφορώ, ισχύω[Cause]
χρησιμοποιώ (v.)
χειρίζομαι - ασκώ[Hyper.]
μοιρασιά στα χαρτιά, χέρι[GenV+comp]
χρησιμοποιώ (v.)
utiliser (fr)[Classe]
Contenido de sensagent
computado en 0,062s