Publicitad R▼
χτύπημα (n.)
1.πρόσκρουση, ισχύς σύγκρουσης
2.επιτυχημένη απόκρουση σε αθλητικό αγώνα (κυρίως στο μπέιζμπολ)
3.η ενέργεια του χτυπώ, του συγκρούω κάποιο πράγμα με κάτι άλλο
4.ορατή προεξοχή στην επιφάνεια ενός σώματος
5.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χτυπώ δυνατά
6.(αθλητισμός) η βολή, το χτύπημα της μπάλας με ρακέτα, στέκα του μπιλιάρδου, ρόπαλο ή με το χέρι
7.δυνατό χτύπημα με τη γροθιά
Publicidad ▼
χτύπημα (n.)
βαθούλωμα, βολή, γδούπος, γροθιά, γρονθοκόπημα, δυνατό χτύπημα, εξόγκωμα, επιτυχία, εύστοχο χτύπημα, κίνηση, καμπούρα, κατραπακιά, κόλαφος, ξαφνικό γεγονός, πλήγμα, πρόσκρουση, ράπισμα, ριξιά, σκοράρισμα, σκουντιά, σουτ, σφαλιάρα, ταρακούνημα, τράνταγμα, τρύπημα, φούσκωμα, χαστούκι, χτύπημα μπάλας, χτύπος
Ver también
χτύπημα (n.)
Publicidad ▼
⇨ ανάποδο χτύπημα • ανταποδίδω χτύπημα • απότομο χτύπημα • γρήγορο χτύπημα • δίνω το εναρκτήριο χτύπημα στην μπάλα (στο γκολφ) • δυνατό χτύπημα • ελαφρό χτύπημα • ελαφρό χτύπημα • εύστοχο χτύπημα • πλάγιο χτύπημα (στην πάλη) • ποτό που γίνεται με χτύπημα των συστατικών του • ρίχνω κπ. αναίσθητο με χτύπημα • φιλικό χτύπημα • χαϊδευτικό χτύπημα • χτύπημα με κόπανο • χτύπημα με μαστίγιο • χτύπημα μπάλας • χτύπημα προς τα πάνω • χτύπημα σερβίς • χτύπημα τένις • χτύπημα του ποδιού
χτύπημα
χτύπημα[Hyper.]
χτύπημα (n.)
χτύπημα (n.)
χτύπημα (n.)
άγγιγμα, επαφή, συνεύρεση[Hyper.]
πυροβολώ, ρίχνω - hit (en) - ευστοχώ - γρονθοκοπώ, κτυπώ - προκαλώ κίνηση με κτύπημα, χτυπώ ή κτυπώ - χτυπώ[Dérivé]
χτύπημα (n.)
bruit fort (fr)[Classe]
(destructive) (en)[termes liés]
ήχος[Hyper.]
thud (en) - πέφτω και χτυπώ με γδούπο - crump, scrunch, thud (en) - clop, clump, clunk, plunk (en) - clunky (en)[Dérivé]
χτύπημα (n.)
χτύπημα (n.)
hump; lump; bulge (en)[ClasseHyper.]
saillie, chose qui s'avance au delà de qqch (fr)[Classe...]
terrain, lieu élevé (fr)[Classe]
saillie, chose qui s'avance au delà de qqch (fr)[Classe]
chose ou partie convexe ou renflée (fr)[ClasseParExt.]
(cut out; carve; carve out; sculpt; sculpture) (en)[termes liés]
χτύπημα (n.)
χτύπημα (n.)
χτύπημα (n.)
χτύπημα (n.)
thump; wallop; slap (en)[ClasseHyper.]
χτύπημα (n.)
χτύπημα (n.)
Contenido de sensagent
computado en 0,046s