Publicitad R▼
ψυχρός (adj.)
1.αυτός που έχει χαμηλή θερμοκρασία
2.αυτός που δείχνει έλλειψη ψυχικής θέρμης, συναισθηματικότητας, καλής διάθεσης, ενθουσιασμού, συμπάθειας
3.αυτός που δείχνει έλλειψη ψυχικής θέρμης, συναισθηματικότητας, καλής διάθεσης, ενθουσιασμού, συμπάθειας κ.τ.λ., χωρίς όμως και να προχωρεί σε κάποια σαφώς εχθρική ενέργεια
Publicidad ▼
ψυχρός
ψυχρός (adj.)
αναιδής, αρκτικός, ατσάλινος, ατσαλένιος, βαρύς για καιρό, γυαλιστερός, διαπεραστικός, εξαίρετος, κατεψυγμένος, κρύος, μη φιλικός, παγερός, παγωμένος, πολικός, που κρυώνει, σκληρός, σύμφωνος με τους τύπους, τσουχτερός, τυπικός, χαλύβδινος
Ver también
ψυχρός (adj.)
↘ παγερά ↗ ατσάλι, εν ψυχρώ, χάλυβας ≠ ανοιχτόκαρδος, διαχυτικός, ζεστός, θερμός, καυτός, στοργικός, χαρούμενος
Publicidad ▼
ψυχρός
qui éprouve, marque de l'indifférence (fr)[Classe]
peu accueillant (fr)[Classe]
poli (fr)[Classe]
hostile et désagréable (fr)[Classe]
reserved (en)[Similaire]
ψυχρός (adj.)
κρύο, χαμηλή θερμοκρασία, ψύχος - κρύο, ψύχος - θερμοκρασία[Dérivé]
ζεστός, θερμός, καυτός[Ant.]
ψυχρός (adj.)
ψυχρός (adj.)
ατσάλι, χάλυβας[QuiEstFaitDe]
hard (en)[Similaire]
ψυχρός (adj.)
επίσημος[Similaire]
ψυχρός (adj.)
psychology (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
ψυχρός (adj.)
κρύος, ψυχρός[Similaire]
ψυχρός (adj.)
qui est intense, présent en nombre, en quantité... (fr)[Classe]
froid (fr)[Classe]
dur, difficile à supporter, à subir (fr)[Classe]
qualificatif du froid intense (fr)[DomaineDescription]
pénétrer (fr) - saisir (fr) - piquer (fr) - piquer (fr) - cingler, siffler (fr)[Qui~]
κρύος, που κρυώνει, ψυχρός[Similaire]
Contenido de sensagent
computado en 0,063s