Publicitad E▼
όποιου (pro.)
1.Για να δείξουμε ένα άτομο ή ένα πράγμα( π.χ. Το σπίτι μου είναι αυτό)
Publicidad ▼
όποιου (pro.)
αυτά, αυτές, αυτή, αυτής, αυτοί, αυτού, αυτούς, αυτός, αυτών, εκείνα, εκείνες, εκείνη, εκείνης, εκείνο, εκείνοι, εκείνος, εκείνου, εκείνους, εκείνων, ετούτα, ετούτες, ετούτη, ετούτης, ετούτο, ετούτοι, ετούτος, ετούτου, ετούτους, ετούτων, ο καθένας, οποιαδήποτε, οποιανδήποτε, οποιασδήποτε, οποιεσδήποτε, οποιοδήποτε, οποιοιδήποτε, οποιοσδήποτε, οποιουδήποτε, οποιουσδήποτε, οποιωνδήποτε, οσωνδήποτε, οτιδήποτε, τέτοια, τέτοιας, τέτοιες, τέτοιο, τέτοιοι, τέτοιος, τέτοιου, τέτοιους, τέτοιων, τούτα, τούτες, τούτη, τούτης, τούτο, τούτοι, τούτος, τούτου, τούτους, τούτων, τόσα, τόσες, τόση, τόσης, τόσο, τόσοι, τόσος, τόσου, τόσους, τόσων, ό,τι, όποια, όποιαν, όποιας, όποιες, όποιο, όποιοι, όποιον, όποιος, όποιους, όποιων, όσα, όσες, όση, όσης, όσο, όσοι, όσος, όσου, όσους, όσων
Publicidad ▼
όποιου (pron. relat.)
pronom relatif (fr)[Classe]
n'importe qui, une personne (fr)[Classe]
pronom démonstratif (FS) !+ Sub. Relative (fr)[Classe]
une personne / une chose (fr)[Classe]
Contenido de sensagent
computado en 0,031s