Publicitad D▼
όσο (pro.)
1.Για να δείξουμε ένα άτομο ή ένα πράγμα( π.χ. Το σπίτι μου είναι αυτό)
Publicidad ▼
όσο
όσο (pro.)
αυτά, αυτές, αυτή, αυτής, αυτοί, αυτού, αυτούς, αυτός, αυτών, εκείνα, εκείνες, εκείνη, εκείνης, εκείνο, εκείνοι, εκείνος, εκείνου, εκείνους, εκείνων, ετούτα, ετούτες, ετούτη, ετούτης, ετούτο, ετούτοι, ετούτος, ετούτου, ετούτους, ετούτων, ο καθένας, οποιαδήποτε, οποιανδήποτε, οποιασδήποτε, οποιεσδήποτε, οποιοδήποτε, οποιοιδήποτε, οποιοσδήποτε, οποιουδήποτε, οποιουσδήποτε, οποιωνδήποτε, οσωνδήποτε, οτιδήποτε, τέτοια, τέτοιας, τέτοιες, τέτοιο, τέτοιοι, τέτοιος, τέτοιου, τέτοιους, τέτοιων, τούτα, τούτες, τούτη, τούτης, τούτο, τούτοι, τούτος, τούτου, τούτους, τούτων, τόσα, τόσες, τόση, τόσης, τόσο, τόσοι, τόσος, τόσου, τόσους, τόσων, ό,τι, όποια, όποιαν, όποιας, όποιες, όποιο, όποιοι, όποιον, όποιος, όποιου, όποιους, όποιων, όσα, όσες, όση, όσης, όσοι, όσος, όσου, όσους, όσων
⇨ απ' όσο • ξοδεύω περισσότερο από όσο υπολόγιζα • τόσο...όσο (ίδια απόσταση) • τόσο...όσο = as...as • τόσο…όσο (ίδια απόσταση) • όσο (πιο)..τόσο (πιο) • όσο για • όσο θυμάται άνθρωπος • όσο κι αν • όσο λιγότερο...τόσο λιγότερο • όσο μπορώ περισσότερο • όσο νωρίτερα τόσο το καλύτερο • όσο περισσότερο...τόσο περισσότερο • όσο πιο γρήγορα γίνεται • όχι τόσο μακριά όσο προοριζόταν
Publicidad ▼
όσο
όσο (pron. relat.)
pronom démonstratif (FS) !+ Sub. Relative (fr)[Classe]
une personne / une chose (fr)[Classe]
pronom relatif (fr)[Classe]
n'importe qui, une personne (fr)[Classe]
Contenido de sensagent
computado en 0,063s