Publicitad R▼
παραμύθι (n.)
1.φανταστική ιστορία κυρίως για παιδιά με ψυχαγωγικό και διδακτικό χαρακτήρα
Publicidad ▼
⇨ definición de παραμύθι (Wikipedia)
παραμύθι
παραμύθι (n.)
αναλήθεια, είδοσ γλυκίσματοσ, ζαχαρωτό, θρύλος, ιστορία, μωρολογία, μωρολογώ, παραμυθένιος, ψέμα, ψεματάκι
Ver también
Publicidad ▼
παραμύθι
παραμύθι (n.)
αναλήθεια; ψέμα[ClasseHyper.]
ψεύδομαι[Nominalisation]
ανακοίνωση, δήλωση[Hyper.]
διαστρεβλώνω - αλλοιώνω, διαστρέφω, διαστρεβλώνω, παραποιώ - false (en) - αναληθής, ψευδής, ψεύτικος[Dérivé]
αλήθεια[Ant.]
παραμύθι (n.)
story (en)[Hyper.]
μυθογράφοσ - fabled, legendary (en) - μυθικός, μυθολογικός[Dérivé]
παραμύθι (n.)
Contenido de sensagent
computado en 0,593s