Publicitad R▼
αποσυνδέω (v.)
1.χωρίζω κάτι από κάτι άλλο, του δίνω μια ξεχωριστή υπόσταση
2.κάνω κάτι να γίνει χαλαρό
3.αποχωρίζω στοιχεία που ήταν συνδεδεμένα μεταξύ τους
4.παύω να συσχετίζω
Publicidad ▼
αποσυνδέω (v.)
αποσπώ, αφήνω κτ. από τα χέρια μου, γίνομαι πιο χαλαρός, διαζευγνύω, διαχωρίζω, λασκάρω, λύνω, ξεσφίγγω, χαλαρώνω, χαλαρώνω κτ.
Ver también
αποσυνδέω (v.)
↘ αποσπώμενος, αποσύνδεση, κινητός ≠ δένω, ενώνομαι με, ενώνω, σκληραίνω, σμίγω, συναντώ, συνδέομαι, συνδέω, συσχετίζω
Publicidad ▼
αποσυνδέω (v.)
τεμαχίζω[ClasseHyper.]
procédure judiciaire (fr)[DomaineCollocation]
αποσυνδέω (v.)
λασκάρω; αποσυνδέω; αποσπώ; χαλαρώνω; ξεσφίγγω; χαλαρώνω κτ.[ClasseHyper.]
τεμαχίζω[Classe]
arracher (fr)[Classe]
dévisser (fr)[Classe]
αλλάζω[Hyper.]
laxation, loosening, slackening (en) - relaxation (en)[Dérivé]
χαλαρώνω[Cause]
σκληραίνω[Ant.]
αποσυνδέω (v.)
τεμαχίζω[Classe]
αποσυνδέω (v.)
Contenido de sensagent
computado en 0,141s