Publicitad D▼
βελτιώνω (v.)
1.κάνω κάτι καλύτερο
2.επιφέρω βελτιώσεις σε κάτι προκειμένου να το ολοκληρώσω, να το κάνω να προσεγγίσει το τέλειο
3.βελτιώνω κάτι, προσπαθώ να το φέρω σε καλύτερη κατάσταση
4.γίνομαι καλύτερος
5.κάνω κάτι λείο και λαμπερό με τρίψιμο
Publicidad ▼
βελτιώνω (v.)
αναθεωρώ, βελτιώνομαι, γυαλίζω, δημιουργώ κτ. καλύτερο, διορθώνω, διυλίζω, ενισχύω, εξομαλύνω, επανορθώνω, επισκευάζω, καλυτερεύω, λουστράρω, προωθώ, στιλβώνω, τελειοποιώ
Ver también
βελτιώνω (v.)
↘ βελτίωση, ύφεση ↗ καλύτερα, καλύτερος, προτιμότερος ≠ εξασθενίζω, επιβαρύνω, επιδεινώνω, πληγώνω, φθίνω, χειροτερεύω
Publicidad ▼
βελτιώνω (v.)
boost; ameliorate; better; enhance; upgrade; uplift; elevate; ennoble; refine; improve (en)[ClasseHyper.]
factotum (en)[Domaine]
Increasing (en)[Domaine]
καλύτερα, καλύτερος, προτιμότερος[Rendre+Attrib.]
αλλάζω[Hyper.]
βελτίωση - βελτίωση, ύφεση - βελτιωτής, προσθήκη - better (en) - φιλάνθρωποσ - βελτίωση - βελτιωτικόσ - τροποποιήσιμοσ[Dérivé]
βελτιώνω (v.)
βελτιώνω, δημιουργώ κτ. καλύτερο[Hyper.]
perfection (en) - perfecter (en) - τελειοποιήσιμοσ[Dérivé]
βελτιώνω (v.)
rendre plus facile (difficulté, tâche) (fr)[Classe]
rendre atténué (fr)[Classe]
obstacle (fr)[termes liés]
(ζόρικος; βαρύς; ακατανόητος; κοπιώδης)[termes liés]
factotum (en)[Domaine]
IntentionalProcess (en)[Domaine]
βελτιώνω, δημιουργώ κτ. καλύτερο[Hyper.]
βελτιώνω (v.)
s'améliorer (fr)[Classe]
αλλάζω κατάσταση[Hyper.]
βελτίωση, ύφεση - better (en) - βελτίωση, πρόοδος - melioration (en) - βελτίωση - βελτιωτικόσ[Dérivé]
βελτιώνω, δημιουργώ κτ. καλύτερο[Domaine]
εξασθενίζω, φθίνω[Ant.]
βελτιώνω (v.)
αυξάνω, αυξάνω ένταση[Hyper.]
ενίσχυση, ενθάρρυνση, προώθηση[Dérivé]
βελτιώνω (v.)
βελτιώνω (v.)
rendre, faire devenir correct ou conforme (fr)[Classe]
fabriquer, améliorer un travail (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
ContentDevelopment (en)[Domaine]
Contenido de sensagent
computado en 0,062s